Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΟ ΜΑΡΙΚΑΚΙ


Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος

Άκουγε ο Μάνθος
το Μαρικάκι να γλυκοτραγουδεί κι έλιωνε σαν το κερί !
Στου Στράτου την ταβέρνα, ότε που έφερνε «κομπανία».
Κάθε βαριογιορτή.
Μια αρμαθιά οργανοπαίχτες και κειό το σεβνταλούδικο το Μαρικάκι, που ράγιζε καρδιές με τη φωνή του.
Μια τσαπερδόνα όλο τερτίπια και στη φωνή αηδόνα !
Την άκουγε ο σερνικόκοσμος κι «αλλαξοπίστηζε», σαν τον καιρό στο πέλαγο.
Την άκουγε κι ο καψερός ο Μάνθος και μοσχοκάρφια κεντούσανε τα μέσα του.
Το ίδιο κι απόψε μόλις που γύρισ’ απ’ τη θάλασσα.



Είπενε να περάσει απ’ την ταβέρνα, έτσι για μια «οσμή», και στο κατόπι να πάγαινε για ύπνο, μια κι έπρεπε πουρνό-πουρνό το δίχτυ του να σηκώσει.
Ότε όμως που δρασκέλισε το κατώφλι και την αντίκρυσε απάνω στο σανίδι, στο φτενό φέγγος του μαγαζιού, στην αλεγκρία και στα νεραϊδοτσακίσματά της, έχασε το μπουσουλά του !
Τρυγώνα π’ αναπετάριζε τα φτεράκια της !
Κι είχενε πιάσει το βλογημένο θηλυκό κι ένα Σμυρνέϊκο χαβά, που λόξεψε ευτύς ο νούς του.

«Θα σπάσω κούπες, για τα λογάκια που’ πες…
Θα σπάσω και ποτηράκια, για τα πικρά λογάκια…»

Λωλάθηκε ο φτωχός ψαράς και στρώθηκε σε μια καρέκλα παραγγέλνοντας μισή οκά μπρούσκο, από κείνο, το δυνατό, τ’ Αραχωβίτικο που του διαγούμιζε γλυκά τα σωθικά !

Στο μεταξύ το Μαρικάκι να ξεστρατίζει απ’ τα Σμυρνέϊκα, στα τσάμικα, στα καλαματιανά, να’ χει κι ο «Θρούμπακας» πιάσει το κλαρίνο του και να γλυκαίνει ο τρόγυρος, να μαλακώνουν, να πεταρίζουν οι καρδιές κι άϊντε να μαϊνάρεις της μουσικής την αληθωσύνη και την εμορφιά που αγάλι-αγάλι διαπότιζε τα μέσα του φτωχού ψαρά.
Χάθηκε μέσα στο βράσιμο τέτοιου κεφιού, αλλαξοστράτισε τόσο που ξάφνου σηκώθηκε σαν να τον τσούμπησε «μαμούνι», έφτυσε ένα κοσόφραγκο και το κόλλησε στο κούτελο του «Θρούμπακα» και στο κατόπι σήκωσε τα χέρια του ψηλά, λες κι ήθελε να αγγίξει ουρανό.



Σκόρπισε το ντέρτι ! Περπάτησε ο καημός, η λεβεντιά, αβγάτησε το φως στ’ αποσταμένα μάτια του, γέλασε κι η ψυχή του, λες κι ήτανε βαριογιορτή, Απρίλης, ΠΑΣΧΑΛΙΑ !
Ψυχανεμίστηκε στους γύρους, στα τσακίσματα ο Μάνθος. Χόρεψε για ώρες, ήπιενε και τα τραταρίσματα των ομόπιστων θαλασσινών και των καμηλιέρηδων και βγήκενε στο τέλος, χορτάτος πλιόνε απ’ το πιοτί και το χορό στης νύχτας τη δροσιά.
Νοιάσματα τον συνέφεραν.
Της φαμελιάς και των παιδιώνεν του.
Είχενε κι απ’ την άλλη και τους καμηλιέρηδες που καρτερούσανε το δίχτυ του να σηκώσει για ν’ αγοράσουν ψάρια.
Έτσι γινότανε συνήθως, ότε που ‘ρχότανε το μπάρκο η «ΝΑΥΣΙΚΑ».

Οι καμηλιέρηδες, ντόπιοι αγωγιάτες, ξενομπάτες από τα γυροχώρια, πλέμπα και προσφυγιά που φτάσαν στην Ι Τ Ι Α για το ψωμί κι αφεντικά από τα ΣΑΛΩΝΑ, τη ΛΑΜΙΑ, που αγοράσανε, νοικιάσανε καμήλες για τα βαριά κι αλαργινά φορτία, ότε που οσμιστήκανε δουλειά, παράδες και πολυκαίριση ανάγκης για μεταφορές από του λιμανιού την άπλα.
Κι όλοι τους ψηθήκανε με τον καιρό σ’ αλαργινές διαδρομές, γιομίσαν χάνια τα περάσματα, γενήκανε αγάλι-αγάλι νταβραντισμένη μιας πυτιάς θαρρείς γενιά και πάγαιναν με χιλιολογίτικες πραμάτειες, αλάτι και ξεχωριστά καλούδια, στην ΑΓΙΑ ΕΥΘΥΜΙΑ, στο ΣΕΡΝΙΚΑΚΙ, στο ΧΡΙΣΣΟ, στο ΚΑΣΤΡΙ και στην ΑΡΑΧΩΒΑ, στον ΠΑΡΝΑΣΣΟ ψηλά !


Κι ανοίγαν με το φτάσιμό τους, του κάθε τόπου οι καρδιές !
Συνάζονταν τρόγυρά τους η πλέμπα, της αγοράς οι αφεντάδες, παρατρεχάμενοι, τσοπαναραίοι, των καφενέδων καραφέρια και του λακιρντί κι όλοι τους απογυρεύανε να μάθουνε του λιμανιού τα νέα, να δούνε τις πραμάτειες, ν’ ακούσουν απ’ το στόμα τους, αν απαντήθηκαν μεσοστρατίς με λησταριό κι αν στο κατόπι τους ερχότανε μουσαφιριό, ξενούρα με κάρα και χωροφυλάκους.
Κι οι καμηλιέρηδες, κοντακιανοί και άλλοι αψηλοί, μεσόκοποι, παλληκαράκια και γέροντες κοτσονάτοι, να μολογάν για τη βροχή που έφαγαν, το λασπουριό και τις ξεχωριστές παραγγελιές που φέρναν στα ταγάρια τους, ψάρια, γλυκίσματα και γιατροσόφια, γι’ ανήμπορους, αρχοντοφαμελιές, κόρες λουλουδάτες και για τους κεφαλάδες.

Ο τόπος μου τα χρόνια εκείνα, είχενε γύρω στις 3700 ψυχές.
Κι ανάμεσά τους μια αρμαθιά εμπόροι, σιδεράδες, σαμαράδες, σκυτορράφτες για τσαρούχια κι αμπαδορράφτες για πατατούκες.
Είχενε και τοκιστές !
 Μ’ ας τους αφήσουμε αυτούς μια κι ήσαντε λιγοστοί. Δυο !!
Ας πάμε στους εμπόρους.
Πρώτος λοιπόν και έμπορας καλός, ο Χρήστος Ι. Παπασταθόπουλος, με γενικό εμπόριο, αλλά και πραχτορείο βιβλίων και εφημερίδων, που τις πρωτόφερε στα 1908 και η τιμή της μιας 25 λεπτά !
Άλλος τρανός και ξακουστός, έμπορας πετσωμένος ο Σμυρνιός !
Γενικό εμπόριο, χιλιολογίτικο. Και το μεγάλο πρόβλημά του, όπως και όλων των άλλων, η μεταφορά της πραμάτειας απ’ την Ι Τ Ι Α.
Κι αυτό είχενε να κάμει με της εποχής το λησταριό, που βγαίνανε μπροστά και ξάφριζαν ότι καλό.
Ασίκης όμως ο Σμυρνιός, είχενε και θηλυκό μυαλό !
Ότε που έφτανε το μπάρκο με τις πραμάτειες στην Ι Τ Ι Α, έστελνε το Νικολή το Μαυρεπή, πατέρα του σημερινού Γιώργη Μαυρεπή, που τότενες νιός ήτανε, αψιός και γοργοπόδαρος σαν άτι γιοργαλίδικο από κρυφοπεράσματα κι αγριοτόπια, να πάει στο λιμάνι κατάσαρκα έχοντας στον κόρφο του, για τις πραμάτειες κρυμμένον τον παρά.


Κι η αφεντιά του την άλλη μέρα, καβάλα στην καλοταγισμένη φοραδοπούλα του ξεκίναγε με αγωγιάτες και καμήλες.
Κι είχενε στα ταγάρια του, μπόλικο ψωμί (καρβέλια), φαγί και κρασί κι ότε που πρόσβγαινε το λησταριό μεσοστρατίς: «Καλώς τα, τα παιδιά. Παράδες κάτι λιανόματα έχω, μα έχω μπόλικο ψωμί, φαγί, πιοτί για σας. Χαλάλι σας και να ‘σαστε καλά.»
Κι έτσι έφτανε ακέριος, ορεξάτος, πασπαλισμένος απ’ τη μπουχόσκονη της στράτας, κάποιες φορές κι ολόγρος απ’ την πολλή πρεμούρα του.



Είχενε όμως και το κατμέρι, του εγωισμού !
Ήθελε πάντα σ’ όλα να ‘ναι πρώτος, μ’ ένα κλωνί βασιλικού στ’ αφτί του !
Γι’ αυτό κι ότε μες στα φαρδειά, μεγαλωπά λιοστάσια και τους χτημιώνες της Ι Τ Ι Α Σ, σιμά του διάβαιναν κάρα εμορφοστολισμένα μ’ αρχοντοφαμελιές από τα ΣΑΛΩΝΑ, το ΛΙΔΩΡΙΚΙ, τη ΛΑΜΙΑ, έδινε μια γλυκιά βιτσιά σα χάδι στη νια κι αψιά φοραδοπούλα του κι εκείνη μ’ αλαφροπατησιές στ’ ακροπέταλλά της, τον έβγαζε μπροστάρη περνώντας τον από την αγορά καμαρωτό-καμαρωτό !
Κι είχενε ακόμα κι ένα συμπάθειο για της γειτονιάς τους γαβριάδες που τού ‘καναν συχνά πυκνά του μαγαζιού θελήματακαι τους τρατάριζε γι’ αυτό, παστέλια απ’ το Μικρασιάτη λιανοπραματευτή που ξεκαλοκαίριαζε στο χωριό και στάλιαζε σ’ ένα κονάκι ψηλά στον ΑΦΑΝΟ.

Άλλος έμπορας και μάστορας, πολυτεχνίτης και με μυαλό ξουράφι, ο Αντρέας Ανδρεούλης. Ωρολογοποιός, οπλουργός, φωτογράφος και μεγαλέμπορας στα ψιλικά, στα πιοτά, στα σιδηρικά και σ’ άλλα χρειαζούμενα.
Απ’ αυτόν, ως μου έλεγε θυμάμαι ο πατέρας μου, αγόραζε σίδερα, μαντέμια, μποράζο, πέταλα αλογίσια, γαιδουρινά και αλογόκαρφα κι έκανε στο «γύφτικο», σαν σιδηρουργός που ήτανε, τη δουλειά του.
Μα και οι σκυτορραφτάδες τομάρια αγόραζαν και δέρματα επεξεργασμένα, για ποδετά και για τσαρούχια από την αφεντιά του.



Ας αφήσουμε όμως τους εμπόρους, τους σιδεράδες, τους σκυτοτόμους τσαγκάρηδες και τους σαμαράδες του χωριού μου κι ας πάρουμε στο κατόπι το Μάνθο, τον ψαρά, που βγήκενε από το καπηλειό με τη συναστεριά.
Τα τραταμέντα του ενός και τ’ αλλουνού, τον είχανε στ’ αλήθεια μπουνταλλιάσει. Σήκωσε το κεφάλι του, τέντωσε τα στήθεια του και πήρε απανωτές ανασαιμιές απ’ το θαλασσινό αγέρα να συνεφέρει και τράβηξε για τη βάρκα του.
Μια βάρκα «Γάϊτα» το σκαρί του, με πλώριο και πρύμνιο «κοράκι.»
Σάλταρε στη κοιλιά της, έγειρε ζερβά και με το χέρι του νίφτηκε με θαλασσινό νερό, έκαμε το σταυρό του κι έπιασε τα κουπιά.
Γρούξανε οι σκαρμοί και σκαμπανέβασε το σκαρί στο κύμα.
Είχενε σηκώσει αγέρα και η αναβολιά γερή.
Όμως θα πάγαινε το δίχτυ του να σηκώσει.
Το είχενε ματακάμει και μάλιστα με χοντρό καιρό !
Αυτή ήταν άλλωστε η δουλειά του και κάτεχε καλά της θάλασσας τις παραξενιές και τα όργητά της, συντροφιασμένος πάντα με τον ΑΪ ΝΙΚΟΛΑ, που  το εικόνισμά του έστεκε δεμένο στο πλώριο το «κοράκι.»
Θα ξανοιγότανε.


Το καλούσε άλλωστε και η περίσταση, να προκάμει το δίχτυ του να σηκώσει πριν του το πάρει η φουσκοθαλασσιά.
Στο μεταξύ το μπάρκο η «ΝΑΥΣΙΚΑ», άρχισε κιόλας να ξεφορτώνει με το φέγγρισμα στον ορίζοντα, η λιμενεργατιά στήναν αγάλι-αγάλι ντάνες τα σακκιά, κοντοζυγώναν οι παρατρεχάμενοι και οι θεληματάρηδες, οι αγωγιάτες ετοιμάζανε τις καμήλες, ανοίγανε το ‘να κοντά στο άλλο του λιμανιού τα μαγαζιά, σκαρίζανε απ’ τα σπιτομαζώματα οι μεροκαματιάρηδες, σβιούνταν οι λάμπες και οι φωτοσυρμές της πολιτείας κι η μέρα φέγγριζε για τα καλά.

Κι ο Μάνθος το δίχτυ του σηκώνοντας, συλλογιότανε πως σήμερα ήταν μεγάλη μέρα. Σήμερα θα πούλαγε ολάκερη την ψαριά του και αναγάλλιαζε η καρδιά του.
Αυτό γινότανε κάθε που ερχότανε καράβι κι οι καμηλιέρηδες μελίσσι θαρρείς κατέβαιναν από τα γυροχώρια. Ζωντάνευε η πολιτεία, δουλεύανε τα μαγαζιά, άλλαζε τσέπες ο παράς.
Κι αν είχενε το μπάρκο και ταξιδιάρηδες,μουσαφιραίους μεγαλουσιάνους, σόγια και βλάμηδες του τόπου, βαβούριζε ο χοντρός λαός, κατέβαιναν κι οι κεφαλάδες με τα λουσσάτα κάρα τους και τ’ αψηλόκορμα αλόγατά τους με τα πολλά τα χαϊμαλιά, τ’ αβασκαντήρια, να τους καλωσορίσουν,  να τους τρατάρουνε στα μαγαζιά, στην ακροθαλασσιά, να πάρουνε και κάνα  πρώτο ψάρι και στο κατόπι να τους καλοκαθήσουνε στα χράμια και στα παχιά της άμαξάς τους μαξιλάρια, ωσότου να τους μπάσουν στο κονάκι τους.



Τα κάτεχε αυτά ο Μάνθος και με πρεμούρα σήκωνε το δίχτυ του, που ως φαινότανε ήταν καλή εκείνης της νύχτας η ψαριά.
Τέλεψε χεριά με τη χεριά κι έβανε πλώρη για την πολιτεία.
Σε λίγο θα ‘πιανε στην αμμουδιά και πριν ακόμα ξεψαρίσει οι καμηλιέρηδες απ’ τα βουνίσια γυροχώρια που τρώγανε ψάρι κάθε που «έπιανε» καράβι, θα πέφτανε στο δίχτυ του και θα το ξεψαρίζανε κατά πως και η βολή του πάσα ενός !
Σίγουρα θα τού ‘καναν και κάποια ζημιά και ώρες στο κατόπι θα χρειαζότανε για να μαστορέψει τα πλεμάτια, μα στάλα δεν τον έκοφτε, γιατί κατά πως έλεγε κι ο γέρο Φώτης, ψαράς κι απομεινάρης: Αμάχη να μην έχεις με τον κόσμο, μ’ όποια αναβολιά κι αν αγοράζουν την ψαριά σου.

Χαμογέλασε κι έκατσε τη βάρκα του στην άμμο.
Ολόρθοι τον καρτέραγαν οι καμηλιέρηδες, της αγοράς η πλέμπα και κάμποσοι αρχοντοφορεμένοι.
Τους άφησε να σιμώσουν και πριν αρχίσουν το ξεψάρισμα, έκαμε πάλι το σταυρό του, τι τούτη η λαμπερή, η ασημένια βαριοπρουκισμένη στο δίχτυ του σοδειά, του ΑΪ ΝΙΚΟΛΑ ήτανε σίγουρα έγνοια και βοήθεια !