Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

Η εμορφιά !


Όταν το έγραψε πριν λίγες μέρες  ο αγαπητός μου φίλος Χρίστος Μαυρόπουλος δεν είχε ιδέα τι θα ακολουθούσε με το Λαογραφικό μουσείο και τα Εργαστήρια. Από μένα είναι μία απάντηση  για όλα αυτά που γίνονται…..


Η εμορφιά !
Μαυρόπουλος Χρίστος
Βρίσκεται παντού.
Τρόγυρα, διάχυτη στον κόσμο.
Το μολογάει ένας σοφός που ξαστοχάω τ’ όνομά του.
“Το εμορφότερο πράγμα στον κόσμο, είναι ο ίδιος ο κόσμος .”

Κι υπάρχουν θαρρώ πολλές εμορφιές .
Κι η κάθε μια, όπως ο πάσα ένας την ορίζει, ¨… σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του ή τη βιοθεωρία του¨, κατά πως γράφει κι ο αείμνηστος Β. Ραφαηλίδης.
Όπως αυτή, ¨που θα σώσει τον κόσμο¨, αυτή του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι.
Του Σ. Ράμφου που την χαραχτηρίζει, ¨ύλη του πνεύματος¨.
Του Ηράκλειτου,¨Αν δεν ελπίζεις, το ανέλπιστο δε θα το βρείς¨.

Μ’ αρέσει η εμορφιά στη φύση, στον έρωτα, στα πράγματα.
Κι έχω θαρρώ τα μάτια να την ξεδιακρίνω στον τόπο και στο χρόνο, όπως και τόσοι άλλοι.
Κάποιοι την προτιμάνε σ’ ένα … ηλιοβασίλεμα .
Άλλοι, στην άγρια οργή της θάλασσας .
Και μερικοί, ¨Εν, λευκαίς παρειαίς νεάνιδος¨, όπως ο πεζογράφος Γ. Σκαμπαρδώνης.

Η ασημαντότητά μου την προτιμάει στην ανατολική φιλοσοφία π’ ορμηνεύει: ¨Τήραξε, θάμασε το λουλούδι, άγγιξε το, μύρισέ το, μην το κόβεις όμως .¨
Γι’ αυτό κοντολογίς θαμάζω το ¨Εργαστήρι τεχνών και παραδοσιακών επαγγελμάτων¨, που ιδρύθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα μου.
¨Τήραξε, θάμασε, μάθε και δούλεψε τις τέχνες, τα παραδοσιακά επαγγέλματα, και μην τ’ αφήσεις να χαθούν στο βιαστικό μας ΕΙΝΑΙ και στον ΧΡΟΝΟ.
Μ’ αυτά εμόρφισε κι αναβαστάχτηκε ο κόσμος !

Τι πιο ωραίο, πιο έμορφο, από το να θωρείς μια κόρη στον αργαλειό να υφαίνει και να τραγουδάει.
Τα μαθητούδια, να βάζουνε μασούρια και να ονειρεύονται.
Ένα λυχνάρι να φωτίζει θαρρετά και να αναμετρά τις βελονιές κεντήστρας.
Το σκανταλέτο να σιδερώνει χρυσοφάδιαστες ποδιές και φουστανέλλες άσπρες σαν το χιόνι.
Ο ¨γύφτος¨, να τσιλικώνει το υνί τ’ αλετριού, για το γλυκό το πάντρεμα του σπόρου με τη γης.
Τον ταγιαδόρο – μαραγκό να κουβεντιάζει με το ξύλο.
Το χτίστη με σέβας να πελεκάει την πέτρα κι αγάλι – αγάλι να της ανιστορεί για την αισθητική, το σχήμα και την ευαισθησία πραγμάτων και ανθρώπων.
Τ’ απόσπερνα τα βράδια των γυναικώνε τα κονσούλτα ν’ αφουγκράζεσαι και τις κουβέντες τους ν’ ακούς, τις έγνοιες τους για τα παιδιά, τα σπίτια, τα καρπίτια.

Εικόνες πολλές, εικόνες παλιές και έμορφες κι η κάθε μια, με τη δική της
εμορφιά.
Κι όλες αντάμα να σιάχνουν μια εμορφιά, ξεχωριστή, μ’ ευγένεια ψυχής όπως αυτή των αγαλμάτων που μας τηράν με μάτια ορθάνοιχτα και σιωπηλά.
Γι’ αυτό κι η ευαισθησία μου στο κορφοκοίταγμα της εμορφιάς του χτές, εκεί στο Εργαστήρι, ότε που τα χέρια των ανθρώπων, δεν είχαν γίνει ακόμα μηχανές.